Σταυρωθείς τελειούται – Ένα από τα πλέον φρικιαστικά γεγονότα συνέβησαν τη Μεγάλη Εβδομάδα σ’ ένα χωριό της Θεσσαλίας, το 1947, με θύμα τον π. Γεώργιο Σκρέκα.


Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι κυρίως μια ατέλειωτη σειρά πολέμων. Κάθε πόλεμος γίνεται αφορμή για ποτάμια αίματος, για προσωπικές, κοινωνικές, εθνικές συμφορές και τραγωδίες. Τα κτηνώδη ένστιχτα των ανθρώπων εκδηλώνονται με απίστευτη ένταση και οι αγριότητες που ακολουθούν ξεπερνούν πολλές φορές κάθε φαντασία. Χειρότερα όμως τα άγρια αυτά ένστικτα εκδηλώνονται στους εμφυλίους πολέμους. Ο τόπος μας έχει γνωρίσει και τα δύο είδη πολέμων, ειδικά στον αιώνα που πέρασε. Έχω την αίσθηση, ότι πληγώθηκε και πόνεσε, περισσότερο από τον εμφύλιο πόλεμο, που οι πληγές του δεν λένε ακόμη να επουλωθούν. Δεν είναι τυχαία η φράση που χρησιμοποιήθηκε για να εκφράσει αυτή την τραγωδία: «Εμφύλιος σπαραγμός».

Ένα από τα πλέον φρικιαστικά γεγονότα συνέβησαν τη Μεγάλη Εβδομάδα σ’ ένα χωριό της Θεσσαλίας, το 1947, με θύμα τον π. Γεώργιο Σκρέκα. Ο π. Γεώργιος γεννήθηκε στην Μεγάρχη Τρικάλων το 1910. Στο χωριό του πήρε τη στοιχειώδη εκπαίδευση και κατόπιν μαθήματα του Ελληνικού σχολείου στα Τρίκαλα. Επιθυμία του ήταν να γίνει κληρικός. Νυμφεύθηκε και απέκτησε έξι παιδιά. Το 1938 χειροτονήθηκε και διορίστηκε εφημέριος στη Μεγάρχη. Γράφει ο Μητρ. Τρίκκης Διονύσιος:

«Εκλεκτός μέσα στους εκλεκτούς ιερείς της ιεράς του Μητροπόλεως, από την αρχή επιβλήθηκε στην κοινωνία. Είχε ψυχή λεπτή, ευγενική και άγια. Πιστός, ενάρετος, γεμάτος δραστηριότητα “ωλιγώστευε τον πόνο, εγλύκαινε την πικρία, εθεράπευε και ομόρφαινε τάς ασχημίας”. “Με την προσωπικήν επέμβασίν του εξηφανίζοντο αι έχθραι, τα μίση και αι έριδες μεταξύ του ποιμνίου του”. Έκαλλιέργει ακούραστα τάς ψυχάς των χριστιανών του και εφύτευεν εις αυτούς ελπίδας και χαράς και όνειρα καί σκοπούς ευγενικούς. Ήτο φάρος και οδηγός των χριστιανών του και πάντα πρόθυμα, τους προέτρεπε να γίνουν καλοί χριστιανοί, διά να έχουν την ευλογία του Θεού και να προκόψουν εις τήν ζωήν».

Τέτοιες είναι οι εντυπώσεις των ενοριτών του. Κι αυτά που συνιστούσε στους άλλους, τα ζούσε ο ίδιος πρώτα. Στις δύσκολες ώρες της εθνικής δοκιμασίας οι φίλοι του κι οι δικοί του τον παρακινούσαν να εγκαταλείψει την Μεγάρχη. Η γενναία απάντηση του θυμίζει τους αποστολικούς πατέρες:

«Η ζωή μου δεν έχει τόσην αξίαν όσην οι χριστιανοί μου. Είμαι κήρυξ των χριστιανικών αληθειών, δούλος Χριστού και ποιμήν λογικών προβάτων. Πώς να τα εγκαταλείψω; Θα τα κατασπαράξουν οι βαρείς λύκοι που δεν φείδονται του ποιμνίου. Θα μείνω πλησίον των χριστιανών μου. Ουδένα ηδίκησα. Τουναντίον όλους τούς έχω εξυπηρετήσει και υποχρεώσει. Τρεις φορές έως τώρα μ’ έχουν συλλάβει, αλλ’ ο Παντοδύναμος Θεός μ’ έσωσε. Θα μείνω εις το χωριό, ωσότου ο Ειρηνοποιός Κύριος στείλη την ειρήνη εις τον τόπο μας και επανέλθει η χαρά και η ασφάλεια».

Ο π. Γεώργιος δυστυχώς είχε μπει στο στόχαστρο των ανταρτών που σχεδίασαν την εξόντωση του. Δεν άργησαν να την πραγματοποιήσουν. Στις 27 Μαρτίου 1947 μέσα στη νύχτα, εξόρμησαν στο σπίτι του. Ήταν κάπου πενήντα πάνοπλοι αντάρτες.

Τα πράγματα εξελίχθησαν με ταχύτητα αστραπής. Χύθηκαν μέσα στο σπίτι, στην αυλή, στους στάβλους. Άρπαξαν, έκλεψαν, ρήμαξαν ό,τι βρήκαν. Χρήματα, πράγματα, ζώα. Τον γέρο-Πατέρα και το θείο του ιερέως, τους ανάγκασαν να οδηγήσουν τα ζώα στο χωριό Πρόδρομος, με τη συνοδεία δύο οπλισμένων ανταρτών. Έπειτα έκλεισαν τον ιερέα σ’ ένα στάβλο κι άρχισαν να τον δέρνουν με λύσσα. Ζητούσαν κι άλλα χρήματα. Σε λίγο ο π. Σκρέκας καιγόταν από φοβερή δίψα. Άρχισε να κραυγάζει για λίγο νερό. Σε άθλια κατάσταση η πρεσβυτέρα τρέχει στις φωνές του, για να τον ανακουφίσει λίγο. Παίρνουν οι βασανιστές το νερό που έφερε, περιχύνουν τον ιερέα και συνεχίζουν το ξυλοκόπημα και στους δύο τώρα συζύγους.

Ξυπόλητο, μισόγυμνο και μισοπεθαμένο πήραν τα χαράματα τον π. Γεώργιο κι έφυγαν. Πίσω τους θρηνούσαν τα έξι παιδιά του με την πρεσβυτέρα. Τον έφεραν στο Γοργογύρι. Τον έκλεισαν σ’ ένα αχυρώνα και τον έδερναν με τη σειρά. Θαρραλέα ο εφημέριος Γοργογυρίου έτρεξε κοντά στο συλλειτουργό του, μόλις έμαθε το γεγονός. Μάταια όμως τους παρακάλεσε ν’ αφήσουν ελεύθερο τον κρατούμενο. Έκλαψαν μαζί οι δύο ιερείς. Ο π. Γεώργιος φίλησε με μεγάλη συγκίνηση τον συνάδελφο του, όταν ήρθε η ώρα να συνεχίσουν σκληρή πορεία για κάπου αλλού. Του είπε τα παρακάτω:

– Ο Θεός γνωρίζει τι θ’ απογίνω. Εάν με καλέσει κοντά του δια μαρτυρίου, ας είναι ευλογημένο το όνομα Του. Ας γίνει το θέλημα Του!

Όταν ξεκινούσαν είδε την πρεσβυτέρα του που έτρεξε από κοντά του, με τρελές ελπίδες. Ίσως τη λυπηθούν, ίσως γλυτώσει τον σύντροφο της. Η ψυχή του παπά χτύπησε πολύ δυνατά. Προσπάθησε να συγκρατηθεί.

– Εδώ είσαι παπαδιά; της φώναξε, γιατί δεν την άφηναν να πλησιάσει. Έλπιζε στον Θεό. Εκείνος διευθύνει. Υπομονή!

Τον έσπρωξαν οι δήμιοί του να προχωρήσει. Για να παραπλανήσουν την πρεσβυτέρα, τον ανέβασαν σ’ ένα ζώο. Μόλις όμως βγήκαν από το χωριό, τον κατέβασαν βάναυσα κι έτσι όπως ήταν τον βίασαν να πεζοπορεί.

Όταν έφθασαν στο Νεραϊδοχώρι, ήταν σχεδόν πεθαμένος. Τον έριξαν σ’ ένα σκοτεινό μπουντρούμι και τον βασάνιζαν ως τη Μεγάλη Παρασκευή.

Άνοιξε και την ημέρα αυτή το μπουντρούμι μα όχι για το συνηθισμένο μαρτύριο. – Ε παπά, δεν σου λέει τίποτα αυτή η μέρα; Ο παπάς δεν μιλούσε. Ήταν βυθισμένος σ’ ευλαβή σιωπή.

– Δεν μιλάς, έ; Δε θέλεις να σου κάνουμε την τιμή να πεθάνεις την ίδια μέρα με τον αρχηγό σου;

Και πάλι δεν μίλησε ο ιερέας. Μόνο τα χείλη του άρχισαν να τρέμουν. Δεν φοβόταν όμως ο π. Γεώργιος, μόνο προσευχόταν στον Κύριο που σταυρώθηκε την ίδια μέρα.

– Εμπρός, πάμε, συμπλήρωσε ο δήμιος.

Με γροθιές και κλωτσιές τον πήγαν στο ελατόδασος του Κόλακα. Εκεί τον σταύρωσαν σ’ ένα έλατο που τα κλαδιά του σχημάτιζαν σταυρό. Ένας από τους δημίους για να τον εμπαίξει, του δίνει να πιεί γάλα σ’ ένα σκουριασμένο κουτί κονσέρβας. Μέσα στους φρικτούς πόνους ο μάρτυρας βρίσκει το κουράγιο να πει:

-Γάλα!… Τέτοια μέρα που είναι σήμερα…!

Ορμάνε τότε πάνω του με λύσσα. Του ξεριζώνουν τα γένια. Του σπάνε τα πόδια. Του βγάζουν τα μάτια. Κι έπειτα από ώρες, επειδή αργούσε να πεθάνει, τον αποτελειώνουν με τρεις σφαίρες στο κεφάλι.

Ο μάρτυρας π. Γεώργιος έφυγε για την αιωνιότητα.

Οι δήμιοι άφησαν το σώμα του καρφωμένο. Την Κυριακή του Πάσχα το αποκαθήλωσαν και το πέταξαν σε μία χαράδρα. Έριξαν πέτρες και κλαδιά.

Μόλις το Νεραϊδοχώρι απελευθερώθηκε, έψαξαν και βρήκαν το λείψανό του. Το μετέφεραν στα Τρίκαλα.

Η ιατροδικαστική εξέταση επιβεβαίωσε τις πληροφορίες που είχαν κυκλοφορήσει και απέδειξε ότι είχε σταυρωθεί ζωντανός. Είχε πυροβοληθεί στο μέτωπο και στους κροτάφους. Τον είχαν λογχίσει στη δεξιά πλευρά. Είχαν βγάλει τα μάτια του κι από τα πολλά χτυπήματα τα χέρια και τα πόδια του ήταν κομματιασμένα.

Στην κηδεία του συμμετείχαν πάνω από 50 ιερείς και πλήθος κόσμου. Αργότερα στο χωριό του τοποθετήθηκε ο ανδριάντας του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου