Το βράδυ η πιο ιερή στιγμή σαν απλώνει τα χέρια της ν’ ανάψει το καντήλι, εκεί, φλέγεται ολόκληρη.
Στο στόμα της, μοσχοβολιά το “Δόξα σοι Κύριε” και το “Κύριε ελέησον”…
Η ιεροτελεστία ίδια. Η μυρωδιά του σπίρτου που καίγεται, η φλόγα που τρεμοπαίζει μέχρι να σταθεροποιηθεί στο φυτίλι, τα πρόσωπα των Αγίων που φωτίζονται μες στο σκοτάδι και θαρρείς πως σου χαμογελούν κι ας έχουν αυστηρό ύφος, όλα, είν’ ο κόσμος της.
“Φως ιλαρόν άγίας δόξης αθανάτου Πατρός, ουρανίου, άγίου, μάκαρος, Ιησού Χριστέ, ελθόντες επί την ήλίου δύσιν, ίδόντες φως εσπερινόν υμνούμεν Πατέρα, Υίόν και Άγιον Πνεύμα, Θεόν.”
Στο δωμάτιο επικρατεί ησυχία. Είναι η στιγμή που “μιλά” με τα φιλαράκια της. ‘Εχει μια “ιδιαίτερη” σχέση με τον Θεό της, περίεργη.
“Εσύ που με ξέρεις, συμπάθαμε”.
“Εσύ που με βλέπεις, νιώσε με”.
“Εσύ που γνωρίζεις, σχώρα με”.
“Πως γίναμε έτσι Κύριε…. Σαν τα θηρία σφαζόμαστε, δαγκώνουμε τις ίδιες μας τις σάρκες, τις σάρκες των αδελφών μας… Πού είν’ ο κόσμος Σου Κύριε; Αυτός που λαχτάρησες να φτιάξεις; Αυτός που μας χάρισες ως θείον δώρον;
Τόσος πόνος, τόση ψύχρα στις καρδιές, γιατί; Τυφλωθήκαμε; ίσως…
Χάθηκε η μπέσα μας, το φιλότιμό μας. Εξευτελίστηκαν τα πιστεύω μας, οι ιδέες μας, τα ήθη και τα έθιμά μας. Ισοπεδώθηκαν τα πάντα.
Στους δρόμους, στις παρέες, στην τηλεόραση, ο κόσμος χαριεντίζεται χωρίς τελειωμό μα και χωρίς ουσία.
Κι όλο αυτό, αυτή η τρέλα, ως πότε Κύριε…;”
Η φλόγα του καντηλιού φωτίζει πια όλο το δωμάτιο με έναν περίεργο τρόπο. Μια φιγούρα ίσα που φαίνεται παραδίπλα, στέκεται υπομονετικά ακούγοντας τα όσα έλεγε τόση ώρα.
“Το καντήλι παιδί μου, είναι σαν την ψυχή σου. Όσο θα το κρατάς αναμμένο, τόσο θα μ’ έχεις δίπλα σου. Αυτό, στο λέγω εγώ. Ο Κύριός σου και Θεός σου”.
Η κουρτίνα κουνήθηκε σαν όπως μπαίνει τ’ αεράκι.
Η φλόγα στο καντήλι, πορτοκαλοκόκκινο μπουμπούκι τριαντάφυλλο.
Το ιερό στόμα της στιγμής, σώπασε.
‘Ωρα να κοιμηθούμε, αναλογήθηκε. Αύριο ξανά, πρώτα ο Θεός να ξημερωθούμε._
Της Μαρίας Πέστροβα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου