Στην Σκήτη της Αγίας Άννης κάπου ψηλά είχε την Καλύβη του ένας Πνευματικός. Πνευματικός κι΄αυτός, αλλά χωρίς την πείρα και την διάκρισι του παπα-Σάββα. Στο εξομολογητήριό του κατέφθασε κάποια φορά ενας βαρειά, πολύ βαρειά αμαρτωλός. Άλλος με τόσα μεγάλα κρίματα δεν του ξανάτυχε.Εκείνος, σωστός κάλαμος συντετριμμένος, άρχισε την εξαγόρευσι. Ο Πνευματικός καθώς τον άκουγε κυριεύθηκε από φρίκη. Αναταράχθηκαν τα σωθικά του.
«Θεέ μου! Πω, πω,φρικαλεότητες!
Τί ακούω! Τί σατανας είναι τούτος»!
Δεν πρόλαβε ο δυστυχής ν’ αποτελειώσει και ο Πνευματικός γεμάτος ταραχή:
— Σταμάτησε, του λέει. Έχω φρίξει. Θα χάσω το μυαλό μου. Δεν είναι ανθρώπινες αμαρτίες αυτές. Σατανικές είναι. Φύγε. Η συγχώρησι σου έλειψε! Φύγε. Δεν μπορώ άλλο να σε ακούω. Φύγε.Το μόνο που του είχε απομείνει στον κόσμο ήταν το έλεος του Θεού, αφού όμως και η πόρτα αυτή έκλεισε, δεν του απέμενε τίποτε.
Αντικρύζοντας κάτω την θάλασσα σκεπτόταν την μόνη λύση: Να ορμήσει δηλαδή να πνιγεί. Να δώσει τέρμα στις τραγωδίες του...
Ο Θεός όμως είναι μεγάλος.
Στην κατάσταση αυτή τον είδε κάποιος Αγιαννανίτης, που έτυχε να είναι και γνώριμος.
—Ε! τί συμβαίνει; Πώς είσαι έτσι; Τί έχεις;
—Εκείνος δεν μιλούσε.
—Ε! τί έπαθες; Γιατί δεν μιλάς;
Με τα πολλά κατώρθωσε να μάθει τα καθέκαστα. Στενοχωρήθηκε, πικράθηκε η ψυχή του. Πώς να τον βοηθήσει ; Σκέφθηκε πως μία μόνο λύσις απέμενε, να τον οδηγήσει πάση θυσία στον παπα-Σάββα. Κουράσθηκε πολύ, αλλά στο τέλος νίκησε.
Σαν τον αντίκρυσε ο παπα-Σάββας κατάλαβε όλο του το δράμα. Ο αδελφός μου σκέφθηκε βρίσκεται στην άβυσσο. Για να τον ανεβάσω χρειάζεται να κατεβώ κι’ εγώ ως εκεί.
— Πνευματικέ, υπάρχει για μένα σωτηρία;
— Για σένα, αδελφέ μου; Για όλους υπάρχει σωτηρία. Η ευσπλαγχνία του Θεού είναι πιο πλατειά από τον ουρανό και πιο βαθειά από την άβυσσο.
— Μπά! Για μένα τον αμαρτωλό δεν υπάρχει σωτηρία. Αδύνατον. Δεν υπάρχει για μένα.
— Για σένα; Αστείο. Αφού, να σκεφθείς, υπήρξε για μένα σωτηρία.
— Και τί αμαρτίες έκανες εσύ;
— Μεγάλες, πολύ μεγάλες αμαρτίες.
— Τί μεγάλες! Ποιος μπορεί να έχει φταίξει στον Θεόν σαν εμένα τον ταλαίπωρο!
— Και όμως! Νά, κάποτε δεν πρόσεξα, παρασύρθηκα κι’ έπεσα στην έξης αμαρτία.
Και ανέφερε εδώ ο παπα-Σάββας κάποια σοβαρή αμαρτία. Ο άλλος τότε σαν να ζωντάνεψε. Πήρε θάρρος.
— Α! Πνευματικέ μου, την αμαρτία αυτή έτσι ακριβώς την έχω κάνει κι’ εγώ.
— Κι’ εσύ; Μην ανησυχείς. Ο Θεός θα σε συγχωρέσει. Αρκεί που το ωμολόγησες.
Ο παπα-Σάββας προχώρησε με τον ίδιο τρόπο. Το τέχνασμα πέτυχε απόλυτα.
Ξεθάρρεψε ο δυστυχής και παρουσίασε με κάθε ειλικρίνεια όλο τον θλιβερό κατάλογο των εγκλημάτων του. Του έδινε κουράγιο η ιδέα πως και ο Πνευματικός ήταν όμοιός του.
— Εγώ, του λέει στο τέλος ο παπα-Σάββας, μετανόησα και έκλαψα πικρά. Έχω δύο χρόνια τώρα που άλλαξα ζωή. Μου έβαλαν κανόνα να γίνω πνευματικός. Το έκανα κι΄ αυτό. Έκανα ελεημοσύνες. Έκανα νηστείες. Έγινα άλλος άνθρωπος.
— Κι’ εγώ, Πνευματικέ μου, μετανοώ μ΄ όλη μου την ψυχή. Και νηστείες και ό,τι άλλο μου πης θα το εφαρμόσω.
— Αφού αποφασίζεις ν’ αλλάξης ζωή, σκύψε να σου διαβάσω την συγχωρητική ευχή, να σου εξαλείψη ο Θεός όλες τις άμαρτίες.
Έπειτα από λίγο ένας άνθρωπος φτερούγιζε από χαρά, γιατί πέταξε από πάνω του δυσβάσταχτα φορτία. Συναντώντας στην Αγία Άννα τον γνωστό του:
— Μ’ έσωσες, του λέει. Έγινα άλλος άνθρωπος.
— Να δοξάζεις τον Θεόν.
— Καλός Πνευματικός. Καλός. Πονετικός. Μόνο που ο καημένος έκανε στην ζωή του χειρότερα από μένα.
Ο άλλος που μπήκε αμέσως στο νόημα:
— Χειρότερα από σένα; Να γελάσω λίγο! Αυτός, Χριστιανέ μου, ζεί από μικρός στο Άγιον Όρος και είναι σωστός άγγελος. Γι’ αυτό αξιώθηκε να γίνει και ιερεύς.
Ο άλλος έμεινε άναυδος. Τί συνέβαινε; Με τις εξηγήσεις όμως που του έγιναν κατάλαβε το τέχνασμα της αγάπης. Δοκίμασε μεγάλη έκπληξι. Πράγματι έπειτα από το πλήγμα που του έφερε ο προηγούμενος Πνευματικός, δεν υπήρχε άλλος τρόπος να σωθεί από το χείλος της αβύσσου. Και από την στιγμή αυτή κορυφώθηκε μέσα του ένας απέραντος θαυμασμός και μία απεριόριστη αγάπη για τον υπέροχο αυτόν ιατρό και θεραπευτή των ψυχών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου