Κύριε, Κύριε! Η μητέρα μου, λίγο πριν πεθάνει, μου είπε ότι θα έρθεις Εσύ να με βοηθήσεις.

Την άνοιξη του 1922 η συμφορά του λιμού , πού μάστιζε ολοκληρη τη Ρωσία, έπληξε ιδιαίτερα το Νίζνι Ποβόλζιε, έδρα της επαρχίας Τβέρ. Ο επίσκοπος Πέτρος, χωρίς να περιμένει ούτε την άδεια της σοβιετικής εξουσίας ούτε τις εντολές των εκκλησιαστικών αρχών, αποφάσισε να συμπαρασταθεί μέ κάθε δυνατό τρόπο στούς πεινασμένους κατοίκους, καθώς μάλιστα ο αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ (Αλεξάντρωφ) απουσίαζε τότε από την πόλη. Κάλεσε σε σύσκεψη τούς αρχιερατικούς επιτρόπους και αποφάσισαν να διενεργήσουν έρανο για την αγορά τροφίμων. Ζήτησαν, επίσης, από τις ηγουμένισσες των γυναικείων μονών της επαρχίας να αναλάβουν τη φιλοξενία και διατροφή πεινασμένων παιδιών.

Στις 31 Μαρτίου του 1922 ο ιεράρχης έστειλε εγκύκλιο σ’ όλες τις ενορίες και τις μονές της επαρχίας, μέ την οποία γνωστοποιούσε ότι στη δύσκολη εκείνη περίσταση θα τελούσε καθημερινά όλες τις ακολουθίες ως απλός Ιερέας και θα έδινε, παραδειγματίζοντας όλους τούς πιστούς, το καθημερινό του ψωμί σε πεινασμένους ανθρώπους. Πράγματι, κάθε μέρα τελούσε τις ακολουθίες και διάφορα μυστήρια από τις 9 το πρωί ως τις 4 το απόγευμα και καλούσε με κηρύγματα τούς χριστιανούς να βοηθούν τούς συνανθρώπους τους. Το ψωμί πού έπαιρνε με το δελτίο, μόλις 100 γραμμάρια, το έδινε πάντοτε σε άλλους πεινασμένους, μένοντας ο ίδιος νηστικός. Κάπου-κάπου κάποιος πιστός, βλέποντας την αυτοθυσία και τη στέρηση τού επισκόπου, έκοβε από το δικό του μερίδιο το μισό και τού το έδινε. Εκείνος τότε δεν το αρνιόταν. Το έπαιρνε ευχαριστώντας και χαμογελώντας μέ ευγνωμοσύνη.
***,

Όταν αποφάσισε να ανταλλάξει μερικά πολύτιμα εκκλησιαστικά αντικείμενα με τρόφιμα για τους πεινασμένους, κάποιοι τον επέκριναν. Αλλά εκείνος τους είπε:
– Στην εκκλησία τα αντικείμενα αυτά απλώς υπάρχουν, μένοντας αναξιοποίητα. Και από την άλλη μεριά, οι άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα. Είναι, λοιπόν, περιττά- δεν μας χρειάζονται.



Σ’ ένα από τα κηρύγματά του διηγήθηκε το ακόλουθο συγκινητικό και διδακτικό γεγονός:


– Από την πείνα πέθανε ο πατέρας ενός παιδιού. Λίγο αργότερα πέθανε και η μητέρα του. Καθώς οι γείτονες μετέφεραν τη νεκρή στο κοιμητήριο, το παιδί συντετριμμένο βάδιζε πίσω από το φέρετρο. Μετά την ταφή, όλοι έφυγαν. Μόνο το παιδί κάθισε πάνω στον τάφο και άρχισε να κλαίει γοερά. Ανάμεσα στ’ αναφιλητά του, Απευθύνθηκε μέ παράπονο στον Θεό, λέγοντας:

 “Κύριε, Κύριε! Η μητέρα μου, λίγο πριν πεθάνει, μου είπε ότι θα έρθεις Εσύ να με βοηθήσεις. Αλλά δεν έρχεσαι. Γιατί; Σε περιμένω… Σε περιμένω… και δεν έρχεσαι!”. “Ύστερα, καθώς τα δάκρυά του πότιζαν το χώμα του μνήματος, στράφηκε στη μητέρα του σαν να ήταν ζωντανή. “Μαμά”, της είπε, “μ’ ακούς; Ο Κύριος δεν έρχεται!”. ’Έτσι κλαίγοντας και μονολογώντας, Αποκοιμήθηκε. Ξύπνησε μ’ ένα ελαφρό σκούντημα. Άνοιξε τά μάτια του και είδε ένα καλοσυνάτο πρόσωπο να τον κοιτάζει.

 “Γιατί κοιμάσαι εδώ;”, ρώτησε το παιδί ο άγνωστος. Εκείνο, κλαίγοντας πάλι, του διηγήθηκε τί είχε συμβεί. “Ώστε έτσι!”, είπε ο περαστικός. “Μάθε, λοιπόν, ότι ο Κύριος με έστειλε να σε συναντήσω”. Πήρε το παιδί στο σπίτι του και το ανέθρεψε σαν δικό του… Βλέπετε πώς πρέπει να επικαλούμαστε τον Κύριο και πώς η παιδική προσευχή φτάνει ως τον ουρανό;

Απο το βιβλίο "ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. Ρώσοι ιερομάρτυρες και ομολογητές του 20ου αιώνα"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αντίθετος ο Μητροπολίτης Αντινόης με την αφαίρεση του Εσταυρωμένου πίσω απ' την Αγία Τράπεζα

Δείτε την συνέντευξη που παραχώρησε ο Μητροπολίτης Αντινόης για το σοβαρό θέμα της αφαίρεσης του Εσταυρωμένου πίσω από την Αγία Τράπεζα στην...