Αφιέρωμα – Αγία Ελισάβετ Feodorovna – Η μεγάλη Δούκισσα της Ρωσίας !!



«Καμία γυναίκα δεν υπήρξε πιο ευγενής,
καμία δεν έχει αφήσει τόσο έντονη τη σφραγίδα της προσωπικότητάς της πάνω στις ποτισμένες με αίμα σελίδες της ρωσικής ιστορίας».


Η Μεγάλη Δούκισσα της Ρωσίας Αγία Ελισάβετ Φυοντόροβνα γεννήθηκε την 1 Νοεμβρίου του 1864 στη Δαρμστάτη (Darmstadt) της Γερμανίας. Πατέρας της ήταν ο Δούκας του Έσσεν-Ντάρμσταντ (Hessen-Darmstadt) Λουδοβίκος Δ΄ και μητέρα της η Αγγλίδα Πριγκίπισσα Αλίκη (κόρη της Βασίλισσας της Αγγλίας Βικτώρια). Ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας

Η Ελισάβετ (ή Έλλα όπως την φώναζαν στην Γερμανία χαϊδευτικά) είχε άλλα πέντε αδέρφια, το πέμπτο ήταν η Άλιξ (μέλλουσα Τσαρίνα Αλεξάνδρα της Ρωσίας), που γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1872. Η μητέρα της Πριγκίπισσα Αλίκη συνήθιζε να αφοσιώνεται σε έργα φιλανθρωπίας. Επισκεπτόταν πολλούς αρρώστους στα νοσοκομεία και προσπαθούσε να ανακουφίσει τον ανθρώπινο πόνο. Μαζί της έπαιρνε και τα παιδιά της, τα οποία απόκτησαν πνεύμα αγάπης και συμπόνοιας στον πάσχοντα συνάνθρωπο. Η οικογένεια ήταν Λουθηρανή στο δόγμα. Το 1878 στο Ντάρμσταντ απλώθηκε μία επιδημία διφθερίτιδας. Η δουκική οικογένεια, όπως ήταν φυσικό, δεν γλύτωσε από αυτήν. Η τετράχρονη Μαρία κατέληξε. Το γεγονός καθήλωσε ψυχικά και σωματικά την Δούκισσα Αλίκη, η οποία πέθανε σε ηλικία 35 ετών, αδυνατώντας να αντέξει την απώλεια ενός ακόμη παιδιού της. Η νεαρή ακόμη Ελισάβετ, παρά την τεράστια λύπη της έπρεπε να φροντίσει την εξάχρονη Άλιξ, η οποία είχε στερηθεί την μητρική αγκαλιά σε μία τέτοια τρυφερή ηλικία. Προσπαθούσε πάντοτε να ικανοποιήσει και να βοηθήσει τους άλλους, συχνά εις βάρος της. Ποτέ δεν έκρινε, ποτέ δεν κατηγορούσε τους άλλους. Αυτό το πνεύμα ανιδιοτελής αγάπης και φιλανθρωπίας την βοήθησε πολύ στην μεταστροφή της στην Ορθοδοξία.

Το 1884 αποφασίστηκε τελικά να συναφθεί γάμος μεταξύ του Μεγάλου Δούκα* της Ρωσίας Σεργίου (Σεργκέι) Αλεξάντροβιτς, γιό του Τσάρου Αλεξάνδρου Β’ και της Ελισάβετ.

Τον Μάιο του 1884 η Ελισάβετ ταξίδεψε στην Ρωσία μαζί με όλη την δουκική οικογένεια για τον γάμο της. Οι δρόμοι της Αγίας Πετρούπολης ήταν στολισμένοι με άνθη και σημαίες, φανερώνοντας την έκδηλη αγάπη του ρωσικού λαού προς το νέο μέλος της δυναστείας των Ρομανώφ.

Ο γάμος τελέστηκε στο παρεκκλήσιο των βασιλικών χειμερινών ανακτόρων σύμφωνα με το ορθόδοξο τυπικό. Μετά, τελέστηκε και μία σύντομη προτεσταντική ακολουθία σε μια από τις αίθουσες υποδοχής. Η Ελισάβετ δεν υποχρεώθηκε να μεταστραφεί στην Ορθοδοξία. Οι Μεγάλες Δούκισσες που έρχονταν από άλλους βασιλικούς οίκους της Ευρώπης δεν ήταν υποχρεωμένες να το κάνουν. Αυτό, όμως δεν συνέβαινε και με τις συζύγους των Τσάρων. Έτσι, η Ελισάβετ παρέμενε Λουθηρανή προς το παρόν.

Για “τον μήνα του μέλιτος” το μεγαλοδουκικό ζεύγος μετέβη στο Ιλίνσκοϊε, προσωπική θερινή κατοικία του Σεργίου. Προηγουμένως, όμως, είχαν επισκεφθεί τα μνημεία και τα προσκυνήματα της Μόσχας. Ιδιαίτερα, τα προσκυνήματα είχαν εντυπωσιάσει πολύ την Ελισάβετ. 

Η Ελισάβετ συνόδευε το σύζυγό της, όπου κι αν πήγαινε, παραμένοντας όρθια μαζί του σ’ όλη τη διάρκεια των μακρών εκκλησιαστικών ακολουθιών. Ο Μεγάλος δούκας ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος. Έβλεπε την ευλάβεια του συζύγου της, τις γονυκλισίες του, τους ασπασμούς του σταυρού και των εικόνων, τον φόβο Θεού που είχε κατά την διάρκεια της Θείας Μετάληψης. Εκείνη σεβόμενη όλα αυτά, αλλά και νιώθοντας αμήχανα, αφού μόλις τότε ερχόταν σε επαφή με την Ορθοδοξία, ακολουθούσε το παράδειγμα του συζύγου της, έσκυβε ευλαβικά το κεφάλι ή ασπαζόταν, ανάλογα με την περίσταση, τον σταυρό από το χέρι του ιερέα. 

Επιστρέφοντας στην Αγία Πετρούπολη, η Ελισάβετ έγινε δεκτή από την αυτοκρατορική οικογένεια με πολύ ζεστασιά καθώς όλοι είχαν θαμπωθεί από την ομορφιά, την ευγένεια, την λεπτότητα και την πνευματικότητά της. Συνήθιζε να κάνει μοναχικούς περιπάτους στα πάρκα το Τσάρσκογιε Σέλο, της Γκατσίνα ή του Πέτερχοφ και ν’ αναζητά έναν παράμερο τόπο όπου μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα μπορούσε ν’ ατενίζει την ομορφιά της φύσης και ν’ ανυψώνει το νου στο Δημιουργό της.

Από την αρχή του έγγαμου βίου της η Ελισάβετ ένοιωσε να την ελκύει η ορθόδοξη πίστη του συζύγου της. Συνήθιζε επίσης να συζητάει με έναν προτεστάντη πάστορα περί πίστεως, χωρίς, ωστόσο να καλύπτει το εσωτερικό κενό που ένιωθε ακόμη στην ψυχή της. Πίστευε στον Χριστό, αλλά δεν μπορούσε να βρει την τελειότητα που ποθούσε η ψυχή της στον Λουθηρανισμό. Στους ορθόδοξους ναούς, όπου παρευρισκόταν με το σύζυγό της ένοιωθε ένα τρυφερό συναίσθημα που της έδινε έμπνευση για προσευχή. Δεν άντεχε να βλέπει την ευτυχία, που αισθανόταν ο Σέργιος, έπειτα από τη θεία Μετάληψη, και ήθελε τόσο πολύ να πλησιάσει κι αυτή στο Άγιο Ποτήριο, να λάβει τη θεία Ευχαριστία και να μοιραστεί αυτή τη χαρά με τον αγαπημένο της. Ο Σέργιος πάλι, παρόλη την έντονη θρησκευτικότητα και την αγάπη του για την ορθοδοξία δεν επέτρεψε ποτέ στη σύζυγό του ν’ αντιληφθεί, είτε με λόγια είτε με οποιαδήποτε νύξη, πόσο θα ήθελε να ενστερνιστεί κι αυτή την ορθόδοξη πίστη. 

Μαζί με το σύζυγό της ταξίδεψε και στους Αγίους Τόπους, όταν το 1888 έγιναν τα εγκαίνια του ρωσικού ναού της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής στον κήπο της Γεθσημανή. Το προσκύνημα στην Αγία Γη, όπου έζησε ο Θεάνθρωπος, προκάλεσε βαθιά εντύπωση στην Ελισάβετ.
Εντυπωσιασμένη και συγκινημένη από την λαμπρότητα της ορθόδοξης λατρείας, αλλά και πνευματικότητας, αποφάσισε τελικά να μεταστραφεί στην Ορθοδοξία τον Μάρτιο του 1891. Η Ελισάβετ ανέφερε στο σύζυγό της την απόφασή της αυτή. Κράτησε το όνομά της Ελισάβετ, διαλέγοντας ως προστάτιδα τη Δικαία Ελισάβετ τη μητέρα του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού. Η απόφαση αυτή προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό της Ρωσίας. Ο σύζυγός της Σέργιος, αν και δεν προσπάθησε ποτέ να την προσηλυτίσει, γέμισε από απερίγραπτα αισθήματα χαράς στο άκουσμα της απόφασής της να μεταστραφεί. Ωστόσο, το τσαρικό ζεύγος κατηγόρησε τον Σέργιο ότι έκανε “πλύση εγκεφάλου” στη σύζυγό του. Ο ρωσικός λαός αποδέχθηκε με αισθήματα χαράς και συμπάθειας προς το πρόσωπο της Μεγάλης Δούκισσας αυτή την απόφαση. Από την άλλη, οι συμπατριώτες της Γερμανοί “άφριζαν” απ’ το κακό τους. Ο πατέρας της ταράχτηκε από την απόφασή της τόσο πολύ, που δεν μπορούσε ολόκληρα βράδια να κοιμηθεί. Εξέφρασε αυτή την ανησυχία σε γράμμα προς την κόρη της. Ο δε Κάιζερ Γουλιέλμος Β΄ μίσησε ακόμη πιο πολύ τον Σέργιο, που του “έκλεψε” και επίσημα την… “επίδοξη” μνηστή του. Η Ελισάβετ έλαβε, τελικά, το χρίσμα (και όχι το βάπτισμα) στις 25 Απριλίου 1891. Ο Τσάρος Αλέξανδρος Γ΄ της έδωσε για ευλογία την Αχειροποίητο Εικόνα του Χριστού. Η Μεγάλη Δούκισσα ανήκε πλέον στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Την ίδια χρονιά ο Τσάρος Αλέξανδρος Γ΄ διόρισε τον Μέγα Δούκα Σεργκέι Αλεξάντροβιτς διοικητή της Μόσχας. Το γεγονός αυτό δημιούργησε ένα αίσθημα ανασφάλειας στην Ελισάβετ, η οποία δεν μπορούσε να κρύψει τους φόβους και τους κινδύνους που εγκυμονούσαν από την ανάληψη τέτοιας εξουσίας. Οι φόβοι της θα επιβεβαιώνονταν αργότερα…

Η Ελισάβετ, το 1894, έβλεπε ανακουφισμένη και ευτυχισμένη τον Νίκυ (όπως αποκαλούσε τον Τσάρο Νικόλαο Β΄) και την μικρότερη αδελφή της Αλεξάνδρα να παντρεύονται και να στέφονται “Υπέρτατοι Αυτοκράτορες πασών των Ρωσιών”.

Η Μεγ. Δούκισσα ήταν φύσει φιλάνθρωπος. Το 1905, κατά τον Ρωσο – Ιαπωνικό Πόλεμο, μετέτρεψε το Ανάκτορο του Κρεμλίνου σε ένα απέραντο εργαστήριο, όπου γυναίκες όλων των κοινωνικών τάξεων εργάζονταν για τις ανάγκες του Ρωσικού Στρατού

Η συγχώρεση του δολοφόνου του συζύγου της,
το μεγαλείο της ψυχής της Ελισάβετ

Στις 18 Φεβρουαρίου 1905 ένας τρομερός θόρυβος συντάραξε την μεγαλοδουκική κατοικία. Η Ελισάβετ τρομοκρατημένη και φοβούμενη ότι συνέβη κάτι πολύ κακό κατέβηκε γρήγορα τα σκαλιά και μαζί με μια άλλη γυναίκα κατευθύνθηκαν προς το σημείο της έκρηξης. Οι φόβοι της επιβεβαιώθηκαν. Το κορμί του συζύγου της βρέθηκε διαμελισμένο από την έκρηξη της βόμβας. Όλως παραδόξως, το πρόσωπό του ήταν άθικτο. Και η Ελισάβετ με ένα χλωμό, σοβαρό βλέμμα κοιτούσε το διαμελισμένο άψυχο κορμί του συζύγου της, χωρίς να έχει αίσθηση του κόσμου γύρω της. Όπως εξομολογήθηκε, αργότερα, στην αδελφή της Βικτώρια, η πρώτη σκέψη που της ήρθε ήταν: “Βιάσου, βιάσου, ο Σέργιος μισούσε τόσο πολύ την ακαταστασία και το αίμα…” Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να μαζέψει τα διαμελισμένα μέλη του σώματος του Σεργίου. Λίγα μέτρα πιο πέρα, βρισκόταν υποβασταζόμενος από στρατιώτες και σοβαρά τραυματισμένος από τα βλήματα της βόμβας ο πιστός αμαξάς του Σεργίου, Ανδρέας. Ήταν αναίσθητος και δεν είχε συνειδητοποιήσει επί τόπου τον θάνατο του κυρίου του. Ο δολοφόνος, ελαφρά τραυματισμένος από τα θραύσματα, συνελήφθη επί τόπου. Πριν τον ακινητοποιήσει η αστυνομία, κατάφερε να φωνάξει: “Κάτω ο Τσάρος! Ζήτω η επανάσταση!” Και το όνομα αυτού… Ιβάν Καλιάεφ…
Στο σημείο που δολοφονήθηκε ο σύζυγός της, η Ελισάβετ τοποθέτησε έναν πελώριο σταυρό**. Ένοιωθε ότι η επιγραφή που είχε διαλέξει θα ικανοποιούσε το σύζυγό της : «Πάτερ ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι».

Μετά από λίγο, ήλθε φορείο και μετέφερε το σώμα του Μεγάλου Δούκα στο παρεκκλήσι της Μονής Τσιουντώφ.
Όλη η Μόσχα ήταν αναστατωμένη για τον θάνατο του διοικητή της. Μετά την σύντομη δέηση, επέστρεψε στο παλάτι όπου ζήτησε να την ντύσουν με ένα πένθιμο μαύρο φόρεμα, το οποίο φορούσε πάντα από ‘δω και πέρα, μέχρι να αλλάξει η ζωή της. Μετά, έστειλε στην τσαρική οικογένεια και στους συγγενείς της.

Η Ελισάβετ, παρά την θλίψη της, δεν παραμέλησε τον αμαξά του συζύγου της, Ανδρέα. Τον επισκέφθηκε στο νοσοκομείο και, μάλιστα φορώντας την καθημερινή μπλε της ενδυμασία, για να μην τον στενοχωρήσει. Του είπε καθησυχαστικά: “Με έστειλε να σε δω.” Ανακουφισμένος για τον κύριό του, ο Ανδρέας έπεσε σε κώμα το ίδιο βράδυ και πέθανε. Αλλά δεν παραμέλησε ούτε καν τον δολοφόνο του συζύγου της. Τρεις μέρες μετά τον τραγικό θάνατο του συζύγου της τον επισκέφθηκε στη φυλακή και του είπε τα ακόλουθα λόγια (σύμφωνα με τον πρωθιερέα Μιχαήλ Πόλσκυ): “Γιατί τον σκότωσες;” Ο δολοφόνος της απάντησε: “Δεν ήθελα να σκοτώσω εσένα. Τον είδα μερικές φορές, όταν είχα την βόμβα έτοιμη, αλλά ήσουν εσύ μαζί του και δεν τόλμησα.” “Δεν σκέφτηκες ότι σκότωσες κι εμένα μαζί του;”, του απάντησε η Ελισάβετ. Φεύγοντας, η Ελισάβετ του έδωσε ένα βιβλίο της Αγίας Γραφής και ικέτευσε να τη διαβάσει, καθώς και μια εικόνα. Του είπε ότι τον έχει συγχωρέσει, κι ότι του είχε φέρει τη συγχώρηση του Μεγάλου δούκα. «Εάν μετανοήσεις», είπε η Μεγάλη δούκισσα, «θα ζητήσω από τον αυτοκράτορα να σε συγχωρήσει. Εγώ η ίδια σε έχω ήδη συγχωρήσει». Αυτό το γεγονός δείχνει το μεγαλείο της ψυχής της Ελισάβετ. Ο δολοφόνος Καλιάεφ, όμως, ήταν αμετανόητος. Επαναλάμβανε σε όλες τις ανακρίσεις προκλητικά την φράση: “Πρέπει να πεθάνω για τον σκοπό μου! Κάτω ο τσάρος! Ζήτω η επανάσταση!” Παρά την άρνηση του Καλιάεφ, η Μεγάλη δούκισσα έκανε έγγραφη αίτηση στον τσάρο να τον συγχωρήσει. Αν και ο τσάρος δέχτηκε ο Καλιάεφ, όμως, αρνήθηκε και έτσι εκτελέστηκε στο Οχυρό Σλύσσελμπουργκ τον Μάϊο του 1905.

Μετά από αυτό το γεγονός, η Ελισάβετ στράφηκε περισσότερο προς την πνευματική και φιλανθρωπική ζωή. Από τότε που στράφηκε προς αυτή την κατεύθυνση, το πρόσωπό της έλαμπε από ένα γαλήνιο φως. Η διάθεσή της είχε αλλάξει ριζικά.
Επισκεπτόμενη, λοιπόν, πολλά μοναστήρια στη Ρωσία, συγκινήθηκε από την ζωή των μοναχών και άρχισε να σκέφτεται σοβαρά να αφιερωθεί στην προσευχή, στην εργασία και τη φιλανθρωπία. 

Έτσι, αγόρασε ένα οικόπεδο με τέσσερα κτίρια, στην μακρινή πλευρά του ποταμού της Μόσχας, τα οποία ανακαίνισε και διαμόρφωσε χώρους για το νοσοκομείο, τους θαλάμους των ασθενών, το φαρμακείο, τις αποθήκες, τα κελιά των μοναζουσών κ.α. Φύτεψε επίσης έναν ωραιότατο κήπο. Έκανε πολλές επισκέψεις στη μονή Ζωσιμά για να συζητήσει το έργο της με τους εκεί Γέροντες˙ Η Μονή αφιερώθηκε στις αδελφές Μάρθα και Μαρία. Στις αδελφές του Λαζάρου, αφιερώθηκε ο πρώτος μικρός ναός, οποίος εγκαινιάσθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου του 1909. Αργότερα, το 1911, ανεγέρθηκε νέος, μεγαλοπρεπέστερος ναός αφιερωμένος στην Αγία Σκέπη της Θεοτόκου (εορτάζεται στις 1 Οκτωβρίου με το παλιό ημερολόγιο στην Ρωσική Εκκλησία) ο οποίος φιλοτεχνήθηκε από τον διάσημο Ρώσο καλλιτέχνη Νεστέρωφ. Τελικά, στις 9 Απριλίου του 1910, σε μια ειδική ακολουθία, που συντάχθηκε από την Ιερά Σύνοδο της Ρωσικής Εκκλησίας, δεκαεπτά γυναίκες με αρχηγό την Μεγάλη Δούκισσα εκάρησαν μοναχές και έδωσαν όρκους παρθενίας ενώπιον του Θεού. Η Ελισάβετ ορίστηκε ηγουμένη. Πνευματικός πατέρας της αδελφότητας, ορίστηκε ο πατήρ Μητροφάνης Σερεμπριάνσκυ. Έκτοτε η μονή, διετέλεσε πλούσιο φιλανθρωπικό έργο φροντίζοντας ορφανά και ασθενείς.

***

Στην Όπτινα με τον Στάρετς Ανατόλιο 

 Ορόσημο στην ιστορία της Όπτινα ήταν η επίσκεψη της μεγάλης πριγκήπισσας Ελισάβετ Θεόδωροβνας, στις 27 Μαΐου το 1914, όπου έμεινε τέσσερες ημέρες. Δυο μήνες πριν αρχίσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Στις 29 Μαΐου παρακολούθησε και την Θεία Λειτουργία, που ετέλεσε με τον πιο πανηγυρικό τρόπο ο εφησυχάζων τότε στην Όπτινα επίσκοπος Μιχαίας, πρώην Επίσκοπος της πόλης Ουφά, και εκοινώνησε, αφού προηγουμένως εξομολογήθηκε στον π. Ανατόλιο. Ήταν μια ιδιαίτερη ευλογία, όσοι την είδαν, την είδαν να χύνει τα γλυκά δάκρυα κατανύξεως• Την ίδια ημέρα έκαμε επίσκεψη τιμής στον π. Ανατόλιο στο κελλί του. Και επήγε στην Σκήτη. Ήταν η πρώτη φορά που εμπήκε στην Σκήτη γυναίκα. Το τυπικό της δεν επέτρεπε είσοδο γυναικών, παρά μόνο μια φορά τον χρόνο: την Κυριακή των Μυροφόρων. Για χάρη της έγινε μια εξαίρεση.
Την τελευταία ημέρα επισκέφθηκε το Σαμορντίνο. Και γυρίζοντας, είδε για μια ακόμη φορά τον γέροντα Ανατόλιο• και είχε μια μακρά συζήτηση μαζί του. Έμεινε άγνωστο, τι συζήτησαν στην επικοινωνία μαζί της οι άγιοι γέροντες Νεκτάριος και Ανατόλιος. Κυκλοφορεί η γνώμη, ότι της μίλησαν για το μαρτύριό της στην ζωή αυτή• και για την δόξα, που την περίμενε στην αιώνια ζωή.

Στον αποχαιρετιστήριο λόγο του ο σεβασμιώτατος Μιχαίας, της είπε:
— Σας ευχαριστώ, όχι μόνο για την επίσκεψή σας αυτή, αλλά και για την στοργή σας και για την καλωσύνη σας σε όλους μας. Ομιλώ όχι μόνο εξ ονόματος μου∙ αλλά εξ ονόματος όλης της αδελφότητας. Μας εξέπληξε η γεμάτη απλότητα και ψυχικό μεγαλείο συμπεριφορά σας σε μας. Και γι’ αυτό η αδελφότητα ολόκληρη με παρακάλεσε να Σας ευχαριστήσω έξ ονόματος όλων θερμά.

Και λέγοντας τα λόγια αυτά ο επίσκοπος, ενώ έφερε πλήρη αρχιερατική αμφίεση της έκαμε, σε ένδειξη της ευγνωμοσύνης, μια στρωτή μεγάλη μετάνοια. Μαζί με τον Δεσπότη στρωτή μετάνοια έκαμε και ολόκληρη η αδελφότητα∙ και φυσικά και ο π. Ανατόλιος. Έτσι εκδήλωσε η Όπτινα την τιμή που της άρμοζε στην θαυμαστή εκείνη αγωνίστρια του θελήματος του Κυρίου και οσιομάρτυρα. Και βλέποντας ολόκληρη την αδελφότητα γονατιστή μπροστά της, έπεσε και η πριγκήπισσα επί πρόσωπο και τους προσκύνησε ζητώντας ευχή και ευλογία. Φεύγοντας η Ελισάβετ στάθηκε επάνω στο γεφύρι στο ποτάμι της Ζίζντρα και έψαλε μόνη της το τροπάριο: «Εν τη Ερυθρά θαλασσή της απειρογάμου Νύμφης εικών διεγράφη ποτέ…».***

***

Αρχή των οδυνών

Ελισάβετ Μεγάλη Δούκισσα της Ρωσίας_ Elizabeth Feodorovna Grand Duchess __11749e69fcd9876cΚατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918), η αδελφότητα της Μονής παρασκεύαζε φάρμακα και κούτες ολόκληρες γεμάτες με βασικά είδη τροφίμων (όπως σιτάρι και σίκαλη, που αφθονούσαν εκείνον τον καιρό στη Ρωσία), τα οποία προορίζονταν να σταλθούν μέσω τρένων στο μέτωπο για τους στρατιώτες. Ωστόσο, οι προδοτικές μηχανορραφίες των υπασπιστών του τσάρου, δεν επέτρεπαν κάτι τέτοιο. Τα τρένα ή στέλνονταν αλλού ή δεν προχωρούσαν λόγω υποτιθέμενων “προβλημάτων”, που επικαλούνταν οι πολιτικοί. Η Ελισάβετ εξοργιζόταν με αυτές τις συμπεριφορές. Η Ρωσία πλησίαζε στην καταστροφή. «Προδοσία» ήταν η λέξη που ακουγόταν παντού. Απίστευτες ιστορίες για την αυτοκρατορική οικογένεια και ιδιαίτερα την αυτοκράτειρα απλώνονταν αστραπιαία σ’ όλες τις πόλεις. 

Από τις πρώτες κιόλας μέρες που ακολούθησαν την παραίτηση του τσάρου (2/15 Μαρτίου 1917), η τρομοκρατία απλώθηκε σαν πανούκλα σε όλη την Μόσχα. Οι δρόμοι δεν ήταν καθόλου ασφαλείς. Λεηλασίες, πλιάτσικα, καθώς και δολοφονίες κυριαρχούσαν παντού. Όλοι οι κατάδικοι και βαρυποινίτες βγήκαν απ’ τις φυλακές και συνέχισαν την εγκληματική τους δράση. Κατά τη διάρκεια της Προσωρινής Κυβέρνησης του Κερένσκυ (Μάρτιος-Οκτώβριος 1917), κάποιοι λωποδύτες προσπάθησαν να εισβάλλουν στην Μονή. Φώναζαν και εξύβριζαν την Ελισάβετ, ώσπου άνοιξαν οι πύλες και οι βγήκε η Ελισάβετ λέγοντας με ήρεμη φωνή: “Τι θέλετε;” Η αντίδραση αυτή προκάλεσε έκπληξη στους επαναστάτες, οι οποίοι με την (όχι βίαιη) επέμβαση της αστυνομίας, έφυγαν, χωρίς να βλάψουν την σωματική ακεραιότητα κανενός.

Ο ηγούμενος Σεραφείμ περιγράφει την τελευταία του συνάντηση με τη Μεγάλη δούκισσα, την άνοιξη του 1917, έπειτα από την παραίτηση του τσάρου. Έμεινε έκπληκτος με την εμφάνισή της, είχε αλλάξει πάρα πολύ. Αδυνατισμένη και εξαντλημένη, η ψυχή της βρισκόταν σε οδύνη και δεν μπορούσε να μιλά δίχως να κλαίει. Έβλεπε την άβυσσο μέσα στην οποία έπεφτε η Ρωσία και έκλαιγε πικρά για τη χώρα και το λαό της, στον οποίο είχε αφιερώσει τη ζωή της και είχε υπηρετήσει με τόση ανιδιοτέλεια. Όταν μίλησε για την αυτοκρατορική οικογένεια δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Αλλά έβλεπε επίσης ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού και έτσι έπρεπε να το δεχθεί. Έβλεπε τον πόνο της αυτοκρατορικής οικογένειας ως το δρόμο τους για το μαρτύριο.

Τον Αύγουστο του 1917 έμαθε ότι ο Κερένσκι είχε εξορίσει τον αυτοκράτορα, την αυτοκράτειρα και τα παιδιά τους στο Τομπόλσκ, γκρεμίζοντας έτσι κάθε ελπίδα για την Ελισάβετ ότι θα τους ξαναδεί. Τους έστειλε γράμματα, αυτοί όμως έλαβαν μόνο ένα.

Έφτασε και η Οκτωβριανή Επανάσταση. Στις 7 Νοεμβρίου 1917, η κυβέρνηση του Κερένσκυ έπεσε και η Ρωσία βρισκόταν στα χέρια των Μπολσεβίκων και του αδίστακτου Λένιν. Αρχικά, οι Μπολσεβίκοι δεν πείραξαν την Μονή (σε αντίθεση με τις άλλες εκκλησίες της Μόσχας, οι οποίες καταβανδαλίστηκαν).

Η θύελλα δεν άργησε να ξεσπάσει. Την άνοιξη του 1918, οι αρχές μετέφεραν τους ασθενείς της Μονής σε κρατικό νοσοκομείο και τα ορφανά σε κρατικό ορφανοτροφείο.

Εκτός από την αυτοκρατορική οικογένεια, οι Σοβιετικοί είχαν ήδη συλλάβει πολλούς άλλους Ρομανώφ. Επειδή ήξεραν ότι η Μεγάλη δούκισσα την αγαπούσαν και τη σέβονταν, φοβόταν, αλλά με μια σειρά από κόλπα και απάτη αποφάσισαν να την εξαφανίσουν στα γρήγορα από την πόλη, σε κάποιο τόπο όπου θα ήταν σχετικά άγνωστη.
Η Ελισάβετ ένοιωθε ότι το τέλος πλησίαζε γρήγορα. Η μόνη της επιθυμία ήταν να διατηρήσει τη δύναμη του πνεύματος και να παραμείνει, μέχρι τέλους, πιστή στο Χριστό. Πράγματι, τη συνέλαβαν και την απομάκρυναν από τη Μόσχα προτού οι κάτοικοι προλάβουν να συνειδητοποιήσουν τι είχε συμβεί .

***

Προς τον Γολγοθά

Ελισάβετ Μεγάλη Δούκισσα της Ρωσίας_Elizabeth Feodorovna Grand Duchess_Великая княгиня Елисавета_113-Cbjm-RXlYΤην τρίτη ημέρα του Πάσχα του 1918, ημέρα της εορτής της θαυματουργού εικόνας της Παναγίας των Ιβήρων, ο Πατριάρχης Μόσχας και πασών Ρωσιών Άγιος Τύχων (+ 7 Απριλίου 1925) λειτούργησε στην Μονή. Κάθισε μέχρι τις τέσσερις το απόγευμα και κατόπιν αναχώρησε. Μετά από μισή ώρα έφτασε στην Μονή ένα φορτηγό με ένοπλους της εγκληματικής οργάνωσης Τσεκά και τις ζήτησαν να την ακολουθήσει. Η Ελισάβετ ζήτησε δύο ώρες, για να τακτοποιήσει τα θέματα της Μονής, να αποχαιρετήσει τις αδελφές και να ορίσει την διάδοχό της. Η Μπολσεβίκοι αρνήθηκαν να τις δώσουν τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και την άφησαν μόνο μισή ώρα. Η Μεγάλη Δούκισσα ευχαρίστησε τρυφερά τις αδελφές της για όλους τους κόπους τους και τις αποχαιρέτησε, οι οποίες δεν μπορούσαν να κρύψουν τα δάκρυά τους. Ζήτησε δε από τον πατέρα Μητροφάνη να μήν εγκαταλείψει τη μονή και να συνεχίσει να τελεί τις ακολουθίες για όσο καιρό θα μπορούσε. Οι Μπολσεβίκοι, της επέτρεψαν να πάρει μαζί της δύο αδελφές, την Βαρβάρα Γιακόβλεβα και την Αικατερίνα Γιανίσεβα. Λίγο πριν μπει στο όχημα των Τσεκά, στράφηκε και ευλόγησε τις αδελφές μ’ ένα μεγάλο σημείο του σταυρού. Αμέσως την άρπαξαν και εξαφανίστηκαν. Από εδώ και πέρα, άρχιζε ο “Γολγοθάς” της Μεγάλης Δούκισσας.

Την μετέφεραν στο Περμ. Από εκεί μεταφέρθηκε στο Αλαπαϊέφσκ, όπου πέρασε πραγματικά δύσκολες μέρες. Εκεί έφτασε και μία καινούρια ομάδα κρατουμένων: Οι Μεγάλοι Δούκες Σεγκέι Μιχαήλοβιτς, Ιβάν Κωνσταντίνοβιτς, Κωνσταντίν Κωνσταντίνοβιτς, Ιγκόρ Κωνσταντίνοβιτς και Βλαντίμιρ Πάλεϋ. Η κατάσταση μέρα με την μέρα γινόταν πιο μαρτυρική για τους κρατούμενους. Τους άφησαν μόνο την καθημερινή τους ενδυμασία. Τίποτα άλλο. Όμως, έπρεπε η Ελισάβετ Φυοντόροβνα να αφανιστεί από προσώπου γης! Οι Μπολσεβίκοι σκέφτηκαν ένα τέχνασμα, το οποίο, βέβαια, δεν έπεισε ούτε καν τους ίδιους. Στις 17 Ιουλίου 1918, συνέλαβαν έναν τυχαίο χωρικό, ο οποίος δούλευε σε ένα εργοστάσιο της περιοχής και γύρω στις 3 π.μ. τον εκτέλεσαν με την δικαιολογία ότι “προσπάθησε να απελευθερώσει τους κρατούμενους”. Στις 11 μ.μ. μετέφεραν δήθεν για “ασφάλεια” τους κρατουμένους σε άλλο μέρος. 18 χιλιόμετρα πέρα από το Αλαπαϊέφσκ υπήρχε ένα εγκαταλελειμμένο ορυχείο σιδήρου, ονόματι “Σελίμσκαγια” με ένα φρέαρ βάθους 60 μέτρων. Εκεί από τους πρώτους που ρίχτηκαν ήταν η Μεγάλη Δούκισσα Ελισάβετ Φυοντόροβνα. Ένας χωρικός έτυχε να βρίσκεται κοντά και παρακολουθούσε κρυφά το μαρτύριο των κρατουμένων, είπε ότι είδε την Ελισάβετ να προσεύχεται φωναχτά και να κάνει το σταυρό της επαναλαμβάνωντας: “Άφες αυτοίς, Κύριε, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι”. Μετά από την αγία ρίχθηκαν και οι υπόλοιποι. Μάλιστα, ο Μέγας Δούκας Σεργκέι Μιχαήλοβιτς, επιχείρησε να αντιδράσει παλεύοντας με τους στρατιώτες, αλλά τον πυροβόλησαν στο κεφάλι. Παρά την πτώση τους από μεγάλο ύψος και τα τραύματά τους, σύμφωνα με τον χωρικό, οι μάρτυρες του Αλαπαϊέφσκ έψελναν τον χερουβικό ύμνο. 

Σε άρθρο της, η ρωσική εφημερίδα Νόβαϊε Ρούσκαϊε Σλόβα (11 Αυγούστου 1984) αναφέρει ότι ένας από τους δολοφόνους, ο Ριαμπώφ, όταν άκουσε τις ψαλμωδίες, έριξε μία χειροβομβίδα στο φρέαρ του ορυχείου. Λίγο μετά από την έκρηξη ακούγονταν βογγητά. Ξαναέριξε και δεύτερη χειροβομβίδα. Μετά από την έκρηξη, ακούγονταν οι μάρτυρες να ψάλλουν το “Σωσον, Κύριε, τον λαόν σου”... Μόνο ο Φιόντορ Ρεμέζ πέθανε από τις χειροβομβίδες˙ οι άλλοι πέθαναν με φρικτούς πόνους που προκαλούσαν η δίψα, η πείνα και τα τραύματα.
Η ίδια η Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ δεν έπεσε στον πάτο του λάκκου. Σε δεκαπέντε περίπου μέτρα βάθος, η πτώση της διακόπηκε από κορμούς ξύλων που προεξείχαν. Ο δούκας Ιωάννης έπεσε κοντά της, πάνω στην ίδια προεξοχή τραυματίζοντας το κεφάλι του. Η Μεγάλη δούκισσα, υποφέροντας η ίδια από τραύματα στο κεφάλι, προσέχοντας να μην πέσει, κατόρθωσε μέσα στο κατάμαυρο σκοτάδι να δέσει την πληγή του χρησιμοποιώντας το μοναχικό κάλυμα της κεφαλής της. Ανακουφίζοντας τον πόνο του άλλου, εκπλήρωσε το τελευταίο της έργο του ελέους πάνω στη γη. Αγαπούσε ιδιαίτερα το δούκα Ιωάννη – έμοιαζαν στο πνεύμα, ζούσαν και οι δύο για την αιωνιότητα – και ταίριαζε να είναι μαζί και στο θάνατο.Ελισάβετ Μεγάλη Δούκισσα της Ρωσίας_Elizabeth Feodorovna Grand Duchess_Великая княгиня Елисавета_11bk-10-05

Τα άγια λείψανα

Όταν τον Οκτώβριο ο Λευκός Στρατός κατέλαβε την Αλαπαγιέφσκη, υπό τον ναύαρχο Αλεξάντρ Κόλτσακ, οι τσαρικοί διεξήγαγαν έρευνα σχετικά με το αποτρόπαιο έγκλημα. Βρήκαν τα σώματα. Δίπλα από το λείψανο της αγίας βρέθηκαν δύο χειροβομβίδες, οι οποίες κατά τρόπο παράδοξο δεν εξερράγησαν. Ο Θεός οικονόμησε ώστε το αγιασμένο σώμα της οσιομάρτυρος να μη διαμελισθή. Πριν τη μεταφορά των θυμάτων στον τόπο της εκτέλεσης οι στρατιώτες έδωσαν στις δύο μοναχές που ακολούθησαν στην εξορία την αγία Ελισάβετ την άδεια να φύγουν. Η μία πράγματι επέστρεψε πίσω ενώ η δεύτερη, η μοναχή Βαρβάρα, επέλεξε να θυσιασθή εκουσίως για την αγάπη του Χριστού μαζί με την αγαπημένη της πνευματική μητέρα. Έγινε η νεκρώσιμη ακολουθία και οι Ψαλμοί διαβάζονταν συνεχώς στους νεκρούς.

Ο πατήρ Σεραφείμ πνευματικός της Μεγ. Δούκισσας, τον Ιουλίο του 1919˙ μετέφερε τα οκτώ φέρετρα σε ασφαλέστερο μέρος, στην Τσίτα. Σύμφωνα και με τη μαρτυρία της πρώην Μητέρας Βαρβάρας, ηγουμένης της Μονής Γεθσημανή στην Ιερουσαλήμ, η Αγία Ελισάβετ εμφανίστηκε στον πατέρα Σεραφείμ αρκετές φορές καθώς αυτός συνόδευε τα λείψανα των Μαρτύρων της Αλαπαγιέφσκης. Από κει με μυστικότητα, τα φέρετρα φυγαδεύθηκαν τον Απρίλιο του 1920 στο Πεκίνο, όπου τοποθετήθηκαν στο υπόγειο του Ι.Ναού του Αγ. Σεραφείμ του Σαρώφ της ρωσικής ιεραποστολής. 

Με ενέργειες της μαρκησίας Βικτωρίας, αδελφής της Ελισάβετ, και των άλλων αδελφών της, τα δύο φέρετρα (της Μεγάλης δούκισσας και της αδελφής Βαρβάρας), μεταφέρθηκαν από το Πεκίνο στο λιμάνι του Τιεντσίν και από εκεί με πλοίο στη Σανγκάη και έπειτα μέσω Σουέζ στο Πόρτ Σάϊντ στην Αίγυπτο, όπου έφθασαν τον Ιανουάριο του 1921. Μετά από μία περιπετειώδη περιπλάνηση στην Κίνα και στην Αίγυπτο, τα λείψανα των Μαρτύρων του Αλαπαϊέφσκ έφτασαν στο Ρωσικό Μοναστήρι της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής στο Όρος των Ελαιών στις 20 Ιανουαρίου 1921. Τα άγια λείψανα τα προϋπάντησαν στην Ιερουσαλήμ Ρώσοι και Έλληνες κληρικοί καθώς και ο πατριάρχης Δαμιανός και Βρετανοί αξιωματούχοι. Έτσι εκπληρώθηκε η προφητική επιθυμία που εξέφρασε η αγία Ελισάβετ κατά την επίσκεψή της στους Αγίους Τόπους το 1888 .

Αρκετούς μήνες μετά από την αγιοκατάταξη που έγινε την 1η Νοεμβρίου 1981, την 1η Μαΐου του 1982, οι τάφοι της Μεγάλης δούκισσας Ελισάβετ και της υποτακτικής της, στην Ιερουσαλήμ, ανοίχτηκαν και εξετάστηκαν από μία ειδική εκκλησιαστική επιτροπή. Όταν, μάλιστα, ανοίχτηκε το φέρετρο της Μεγάλης δούκισσας Ελισάβετ το δωμάτιο ξαφνικά πλημμύρισε από ευωδία, που κάποιος αυτόπτης μάρτυς περιέγραψε ως «ένα δυνατό άρωμα, από κάτι ανάμεσα στο μέλι και το γιασεμί».

Τα τίμια λείψανα εναποτέθηκαν στον κυρίως ναό της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα και αποτελούν ιερό προσκύνημα χιλιάδων πιστών.

*Στην Ρωσία τον τίτλο του Μεγάλου Δούκα έφεραν οι συγγενείς του Τσάρου: γιοι, κόρες, αδελφοί, ξαδέρφια, θείοι κ.α.

**Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση των Μπολσεβίκων, ο Λένιν περνώντας από το σημείο, μη μπορώντας να αντέξει το θέαμα, φώναξε οργισμένος: “Γιατί δεν το έχετε γκρεμίσει αυτό εδώ ακόμη;” Καθώς οι καθεστωτικοί προσπαθούσαν να βρουν διάφορες δικαιολογίες, ο Λένιν φώναξε: “Φέρτε ένα σκοινί γρήγορα!” Του έφεραν το έδεσε στον Σταυρό και ο ίδιος μαζί με άλλους “συντρόφους” του τον έριξε κάτω.

***Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου, Στάρετς Ανατόλιος της Όπτινα, και Η Ελισάβετ Θεόδωροβνα, έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως, Πρέβεζα 2005


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αντίθετος ο Μητροπολίτης Αντινόης με την αφαίρεση του Εσταυρωμένου πίσω απ' την Αγία Τράπεζα

Δείτε την συνέντευξη που παραχώρησε ο Μητροπολίτης Αντινόης για το σοβαρό θέμα της αφαίρεσης του Εσταυρωμένου πίσω από την Αγία Τράπεζα στην...